3,273,768
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. [[οὔρειος]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ. | |lsmtext='''ὄρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. [[οὔρειος]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρειος:''' эп.-ион. [[οὔρειος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> гористый (Λοκρῶν πρῶνες Soph.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в горах, горный ([[ὕλη]] Aesch.; [[δρυμός]] Eur.; νάπαι Arph.; [[πρέμνον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обитающий в горах, горный (θῆρες Soph.; λαγωοί Xen.; [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> рожденный в горах, т. е. дикий, вольный ([[θηριώδης]] καὶ ὄ. Luc.). | |||
}} | }} |