Anonymous

ὀργίλος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργίλος:''' [ῐ], -η, -ον ([[ὀργή]] II), αυτός που τείνει να θυμώνει, [[ευέξαπτος]], σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., [[ὀργίλως]] ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
|lsmtext='''ὀργίλος:''' [ῐ], -η, -ον ([[ὀργή]] II), αυτός που τείνει να θυμώνει, [[ευέξαπτος]], σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., [[ὀργίλως]] ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργίλος:''' раздражительный, вспыльчивый Xen. etc.
}}
}}