3,274,919
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμᾰδέω:''' галдеть, шуметь Hom. | |||
}} | }} |