Anonymous

ὄνος: Difference between revisions

From LSJ
1,444 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνος:''' ὁ και ἡ, [[γάιδαρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> παροιμ.:<br /><b class="num">1.</b> <i>περὶ ὄνου σκιᾶς</i>, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το [[τίποτε]], Λατ. de [[lana]] caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὄνου πόκαι</i> ή [[πόκες]], βλ. [[πόκος]] II.<br /><b class="num">3.</b> ἀπ' ὄνου [[πεσεῖν]], αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την [[ίδια]] του την [[αδεξιότητα]], με [[λογοπαίγνιο]] από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ [[πεσεῖν]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[ὄνος]] [[ἄγων]] μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ὄνου ὑβριστότερος</i>, λέγεται για [[κτηνωδία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> ὄνου [[ὦτα]] [[λαβεῖν]], όπως ο [[Μίδας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ὄνων [[φάτνη]], φωτεινή [[σωρεία]] αστέρων στο [[μέσο]] του διαστήματος όπου βρίσκονται οι [[δύο]] <i>ὄνοι</i> ([[δύο]] αστέρες στον [[κόλπο]] του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. [[praesepe]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> από την [[ιδιότητα]] του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου:<br /><b class="num">1.</b> [[μηχανή]] ανύψωσης, [[τροχαλία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[επάνω]] [[μυλόπετρα]] του μύλου, [[ὄνος]] [[ἀλέτης]], σε Ξεν.· ομοίως, [[μύλος]] [[ὀνικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> μεγάλο πλατύστομο [[ποτήρι]], [[κρασοπότηρο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὄνος:''' ὁ και ἡ, [[γάιδαρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> παροιμ.:<br /><b class="num">1.</b> <i>περὶ ὄνου σκιᾶς</i>, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το [[τίποτε]], Λατ. de [[lana]] caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὄνου πόκαι</i> ή [[πόκες]], βλ. [[πόκος]] II.<br /><b class="num">3.</b> ἀπ' ὄνου [[πεσεῖν]], αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την [[ίδια]] του την [[αδεξιότητα]], με [[λογοπαίγνιο]] από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ [[πεσεῖν]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[ὄνος]] [[ἄγων]] μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ὄνου ὑβριστότερος</i>, λέγεται για [[κτηνωδία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> ὄνου [[ὦτα]] [[λαβεῖν]], όπως ο [[Μίδας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ὄνων [[φάτνη]], φωτεινή [[σωρεία]] αστέρων στο [[μέσο]] του διαστήματος όπου βρίσκονται οι [[δύο]] <i>ὄνοι</i> ([[δύο]] αστέρες στον [[κόλπο]] του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. [[praesepe]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> από την [[ιδιότητα]] του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου:<br /><b class="num">1.</b> [[μηχανή]] ανύψωσης, [[τροχαλία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[επάνω]] [[μυλόπετρα]] του μύλου, [[ὄνος]] [[ἀλέτης]], σε Ξεν.· ομοίως, [[μύλος]] [[ὀνικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> μεγάλο πλατύστομο [[ποτήρι]], [[κρασοπότηρο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> осел, ослица (βραδὺς [[ὥσπερ]] ὄ. Arph.; τῶν ὄνων ὑβριστότερος Xen.): ὄ. [[ἄγριος]] Xen. дикий осел, онагр; ὄ. ἐν πιθήκοις погов. Men. осел среди обезьян (о крайней неповоротливости); ὄνου [[σκιά]] погов. Plat. тень осла, т. е. сущий вздор, пустяки; ἀπ᾽ ὄνου [[πεσεῖν]] Plat. или καταπεσεῖν погов. Arph. свалиться с осла, т. е. потерпеть провал, «сесть в лужу»; [[καθῆσθαι]] ὄνον погов. Plat. сидеть ослом (о проигравшем участнике игры в мяч);<br /><b class="num">2)</b> «ослик» (разновидность трески) Arst.;<br /><b class="num">3)</b> мокрица Soph., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> тех. ворот, лебедка Her.;<br /><b class="num">5)</b> верхний жернов (ὄ. [[ἀλέτης]] Xen.);<br /><b class="num">6)</b> кубок, чаша Arph.;<br /><b class="num">7)</b> астр. Ослы (звезды γ и δ в созвездии Рака): ὄνων [[φάτνη]] Theocr. Ясли Ослов (звездное скопление между звездами γ и δ в созвездии Рака).
}}
}}