Anonymous

ὀστρακόχροος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.).
}}
}}