3,277,700
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.). | |||
}} | }} |