Anonymous

ὀτρηρός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρηρός:''' -ά, -όν ([[ὀτρύνω]]), [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πολυάσχολος]], [[πρόθυμος]], σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = [[ὀτραλέως]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀτρηρός:''' -ά, -όν ([[ὀτρύνω]]), [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πολυάσχολος]], [[πρόθυμος]], σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = [[ὀτραλέως]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀτρηρός:''' быстрый, проворный ([[θεράπων]], [[ταμίη]] Hom.).
}}
}}