Anonymous

ὀρείχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρείχαλκος:''' ὁ, Λατ. [[orichalcum]], [[χαλκός]] που ανιχνεύεται στα βουνά, [[μετάλλευμα]] χαλκού ή το [[μέταλλο]] του χαλκού, μπρούντζος, που προκύπτει από την [[επεξεργασία]] του μεταλλεύματος, σε Ησίοδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὀρείχαλκος:''' ὁ, Λατ. [[orichalcum]], [[χαλκός]] που ανιχνεύεται στα βουνά, [[μετάλλευμα]] χαλκού ή το [[μέταλλο]] του χαλκού, μπρούντζος, που προκύπτει από την [[επεξεργασία]] του μεταλλεύματος, σε Ησίοδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρείχαλκος:''' ὁ<b class="num">1)</b> желтая медная руда Plat.;<br /><b class="num">2)</b> желтая медь: ἄνθεμ᾽ ὀρειχάλκου HH украшение из желтой меди;<br /><b class="num">3)</b> pl. статуи из желтой меди Arst.
}}
}}