Anonymous

ὀρέγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρέγνυμι:''' = [[ὀρέγω]], μόνο στην μτχ. <i>χεῖρας ὀρεγνύς</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χεῖρας ὀρεγνύμενος</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀρέγνυμι:''' = [[ὀρέγω]], μόνο στην μτχ. <i>χεῖρας ὀρεγνύς</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χεῖρας ὀρεγνύμενος</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρέγνῡμι:''' (= [[ὀρέγω]]) (только part.) протягивать, простирать: χεῖρας ὀρεγνύς Hom. или ὀρεγνύμενος Anth. простирая руки.
}}
}}