Anonymous

ὁριστός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁριστός:''' определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.
}}
}}