3,273,773
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ ([[ὄρχος]]), [[σειρά]] από δέντρα ή φυτά, σε Ομήρ. Ιλ.· ως περιληπτικό ουσ., [[κήπος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ ([[ὄρχος]]), [[σειρά]] από δέντρα ή φυτά, σε Ομήρ. Ιλ.· ως περιληπτικό ουσ., [[κήπος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ<b class="num">1)</b> изгородь, ряд (ὀδόντων Anth.);<br /><b class="num">2)</b> сад или огород (φυτῶν ὄρχατοι Hom.). | |||
}} | }} |