Anonymous

ὄρχατος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ ([[ὄρχος]]), [[σειρά]] από δέντρα ή φυτά, σε Ομήρ. Ιλ.· ως περιληπτικό ουσ., [[κήπος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ ([[ὄρχος]]), [[σειρά]] από δέντρα ή φυτά, σε Ομήρ. Ιλ.· ως περιληπτικό ουσ., [[κήπος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρχᾰτος:''' ὁ<b class="num">1)</b> изгородь, ряд (ὀδόντων Anth.);<br /><b class="num">2)</b> сад или огород (φυτῶν ὄρχατοι Hom.).
}}
}}