Anonymous

οὐδέπω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐδέπω:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]], όχι [[μέχρι]] στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με [[μία]] ενδιάμεση [[λέξη]], [[οὐδέ]] τί πω, <i>οὐδ' ἄν πω</i>.
|lsmtext='''οὐδέπω:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]], όχι [[μέχρι]] στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με [[μία]] ενδιάμεση [[λέξη]], [[οὐδέ]] τί πω, <i>οὐδ' ἄν πω</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδέπω:''' adv. тж. раздельно еще не(т) (σχολάζει [[ἤδη]], ἐγὼ δὲ οὐ. Xen.): τὰ οὐ. [[ὄντα]] Plat. то, что еще не существует.
}}
}}