Anonymous

ὀρικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρῐκός:''' [[ὀρεύς]] запряженный мулами: ὀρικὸν [[ζεῦγος]] Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.
}}
}}