3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅπλον:''' τό, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]], [[σκεύος]], [[κυρίως]] στον πληθ.<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλισμός]] πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ιδίως]], σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρεπάνι]], σε Ανθ.· δείπνων [[ὅπλον]], λέγεται για [[φλασκί]] κρασιού, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, [[εξοπλισμός]], [[οπλισμός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στους Αττ., [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την [[ονομασία]] τους, <i>ὁπλῖται</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], στον πληθ. [[βαρέα]] όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων [[ἐπιστάτης]] = [[ὁπλίτης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὅπλα = ὁπλῖται</i>, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ ὅπλα</i>, επίσης, [[τόπος]] όπου βρίσκονται όπλα, [[στρατόπεδο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ [[τῶν]] ὅπλων προϊέναι, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> φράσεις: ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]], είμαι στα όπλα, υπό τα όπλα, σε Ηρόδ.· <i>εἰςτὰ ὅπλα παραγγέλλειν</i>, σε Ξεν.· <i>ἐφ' ὅπλοις</i> ή <i>παρ' ὅπλοις ἧσθαι</i>, σε Ευρ.· <i>μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις</i>, σε Ξεν.· <i>ὅπλα τίθεσθαι</i>, βλ. [[τίθημι]], Α. I. 7. | |lsmtext='''ὅπλον:''' τό, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]], [[σκεύος]], [[κυρίως]] στον πληθ.<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλισμός]] πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ιδίως]], σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρεπάνι]], σε Ανθ.· δείπνων [[ὅπλον]], λέγεται για [[φλασκί]] κρασιού, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, [[εξοπλισμός]], [[οπλισμός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στους Αττ., [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την [[ονομασία]] τους, <i>ὁπλῖται</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], στον πληθ. [[βαρέα]] όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων [[ἐπιστάτης]] = [[ὁπλίτης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὅπλα = ὁπλῖται</i>, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ ὅπλα</i>, επίσης, [[τόπος]] όπου βρίσκονται όπλα, [[στρατόπεδο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ [[τῶν]] ὅπλων προϊέναι, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> φράσεις: ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]], είμαι στα όπλα, υπό τα όπλα, σε Ηρόδ.· <i>εἰςτὰ ὅπλα παραγγέλλειν</i>, σε Ξεν.· <i>ἐφ' ὅπλοις</i> ή <i>παρ' ὅπλοις ἧσθαι</i>, σε Ευρ.· <i>μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις</i>, σε Ξεν.· <i>ὅπλα τίθεσθαι</i>, βλ. [[τίθημι]], Α. I. 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅπλον:''' τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> орудие, инструмент (φῦσαι [[ὅπλα]] τε πάντα Hom.): [[ὅπλον]] ἀρούρης Anth. = [[δρέπανον]];<br /><b class="num">2)</b> снасть ([[ὅπλα]], τά τε [[νῆες]] φορέουσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> канат (ὅ. ἐϋστρεφές Hom.): ὅ. [[νεός]] Hom. корабельный канат;<br /><b class="num">4)</b> посуда: δείπνων ὅ. Anth. = [[λάγυνος]];<br /><b class="num">5)</b> доспехи, оружие, вооружение (ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.): [[ὅπλα]] ἐπ᾽ ἀλλήλους οἴσειν Plat. обратить оружие друг против друга; παραγγέλλειν εἰς (или κελεύειν ἐπὶ) τὰ [[ὅπλα]] Xen. призывать к оружию; τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Her., Xen.; положить оружие, т. е. расположиться лагерем или устроить привал; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Xen. строиться в боевом порядке; τὰ [[ὅπλα]] τὰ δεξιὰ καὶ [[ἀριστερά]] NT оружие в правой и левой руке, т. е. наступательное и оборонительное;<br /><b class="num">6)</b> большой щит (типа [[ἀσπίς]]) Thuc.; перен. защита ([[μέγιστον]] ὅ. [[ἀρετὴ]] βροτοῖς Men.);<br /><b class="num">7)</b> pl. тяжелое вооружение: ὅπλων [[ἐπιστάτης]] Aesch. = [[ὁπλίτης]];<br /><b class="num">8)</b> pl. (= οἱ ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота (ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]] Dem.);<br /><b class="num">9)</b> pl. военная стоянка, лагерь: ἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. прогуливаться впереди лагеря; [[προϊέναι]] ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. удаляться от лагеря. | |||
}} | }} |