Anonymous

ὀργανόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6_2)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργᾰνόω''': [[κατασκευάζω]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 8719. - Παθ., ὀργανανοῦμαι, [[λαμβάνω]] τὴν δέουσαν ὀργάνωσιν, πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126.
|lstext='''ὀργᾰνόω''': [[κατασκευάζω]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 8719. - Παθ., ὀργανανοῦμαι, [[λαμβάνω]] τὴν δέουσαν ὀργάνωσιν, πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργᾰνόω:''' снабжать орудиями, наделять средствами, оснащать (αἰσθήσει καὶ λόγῳ ὀργανῶσθαι πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν Sext.).
}}
}}