Anonymous

ὀρικτίτης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6_3)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρικτίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, ([[κτίζω]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.
|lstext='''ὀρικτίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, ([[κτίζω]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρικτίτης:''' v. l. [[ὀρείκτιτος]] 2 (τῐ) обитающий в горах ([[σῦς]] Pind.).
}}
}}