3,277,719
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψία:''' Ιων. -ίη (ενν. [[ὥρα]]), το ύστερο [[τμήμα]] της ημέρας, το [[απόγευμα]], σε αντίθ. προς το [[ὄρθρος]], που [[συχνά]] επίσης συνάπτεται με το [[δείλη]]· [[δείλη]] ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· <i>περὶ δείλην ὀψίαν</i>, σε Θουκ.· <i>δείλης ὀψίας</i>, [[αργά]] το [[απόγευμα]], σε Δημ. πρβλ. [[δείλη]]. | |lsmtext='''ὀψία:''' Ιων. -ίη (ενν. [[ὥρα]]), το ύστερο [[τμήμα]] της ημέρας, το [[απόγευμα]], σε αντίθ. προς το [[ὄρθρος]], που [[συχνά]] επίσης συνάπτεται με το [[δείλη]]· [[δείλη]] ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· <i>περὶ δείλην ὀψίαν</i>, σε Θουκ.· <i>δείλης ὀψίας</i>, [[αργά]] το [[απόγευμα]], σε Δημ. πρβλ. [[δείλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψία:''' ἡ (sc. [[ὥρα]]) поздний час, вечер NT. | |||
}} | }} |