Anonymous

ὀλίγωρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίγωρος:''' (ῐ) небрежный, исполненный презрения ([[χαλεπός]] τε καὶ ὀ. Her.): ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. пренебрегающий интересами греков.
}}
}}