3,274,913
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλίγωρος:''' (ῐ) небрежный, исполненный презрения ([[χαλεπός]] τε καὶ ὀ. Her.): ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. пренебрегающий интересами греков. | |||
}} | }} |