Anonymous

ὄχημα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει, βαστάζει ή υποστηρίζει· γῆς [[ὄχημα]], [[στήριγμα]] της γης, = [[γαιήοχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[άμαξα]], [[άρμα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πλοία, [[αλλά]] [[κυρίως]] με κάποια [[προσθήκη]]· λινόπτερα ναυτίλων [[ὄχημα]], σε Αισχύλ.· [[ὄχημα]] [[ναός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα που ιππεύονται, [[ὄχημα]] κανθάρου, [[κάνθαρος]], [[σκαραβαίος]] για καβαλίκευμα (όπως λέμε [[άλογο]] για [[ιππασία]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὄχημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει, βαστάζει ή υποστηρίζει· γῆς [[ὄχημα]], [[στήριγμα]] της γης, = [[γαιήοχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[άμαξα]], [[άρμα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πλοία, [[αλλά]] [[κυρίως]] με κάποια [[προσθήκη]]· λινόπτερα ναυτίλων [[ὄχημα]], σε Αισχύλ.· [[ὄχημα]] [[ναός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα που ιππεύονται, [[ὄχημα]] κανθάρου, [[κάνθαρος]], [[σκαραβαίος]] για καβαλίκευμα (όπως λέμε [[άλογο]] για [[ιππασία]]), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> средство передвижения: ὄ. [[ἱππικόν]] Soph. или ἵππειον Eur. конная повозка, колесница; ὄ. [[ναός]] Soph. или νάϊον ὄ. Eur. корабль; τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. сухопутные и морские средства передвижения;<br /><b class="num">2)</b> опора, устой (γῆς ὄ. [[Ζεύς]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство выражения, проводник (ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.): ὀχήματί τινι [[χρῆσθαι]] Plut. пользоваться чем-л. для выражения чего-л. (точнее в качестве проводника чего-л.).
}}
}}