Anonymous

παιπάλη: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιπάλη:''' [ᾰ], (αναδιπλ. από [[πάλη]], Λατ. [[pollen]]), το [[πολύ]] αλεσμένο [[αλεύρι]] ή [[κριθάρι]], Λατ. [[flos]] farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.
|lsmtext='''παιπάλη:''' [ᾰ], (αναδιπλ. από [[πάλη]], Λατ. [[pollen]]), το [[πολύ]] αλεσμένο [[αλεύρι]] ή [[κριθάρι]], Λατ. [[flos]] farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιπάλη:''' (πᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> мука тончайшего помола Arph.;<br /><b class="num">2)</b> тонкая штучка, величайший искусник: λέγειν π. Arph. ловкий говорун.
}}
}}