Anonymous

παμπληθής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται από ή με [[ολόκληρο]] το [[πλήθος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> = [[πάμπολυς]], [[πολυάριθμος]], [[πολυπληθής]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., ολοκληρωτικά, εντελώς, σε Δημ.
|lsmtext='''παμπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται από ή με [[ολόκληρο]] το [[πλήθος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> = [[πάμπολυς]], [[πολυάριθμος]], [[πολυπληθής]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., ολοκληρωτικά, εντελώς, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παμπληθής:''' <b class="num">1)</b> всей массой, в полном составе, все до одного (παμπληθεῖς Ἀρκάδες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> чрезвычайно многочисленный (αἰσθήσεις Plat.; [[ἀργύριον]] Arst.): παμπληθεῖς Ἀργείων Isocr. великое множество аргивян;<br /><b class="num">3)</b> Arst. v. l. = [[παμπλήρης]].
}}
}}