3,276,318
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''οὐλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐλόθριξ:''' τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.). | |||
}} | }} |