Anonymous

παλιμβλαστής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιμβλαστής:''' -ές ([[βλαστάνω]]), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται [[ξανά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλιμβλαστής:''' -ές ([[βλαστάνω]]), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται [[ξανά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιμβλαστής:''' вновь отрастающий ([[ὕδρα]] Eur.).
}}
}}