Anonymous

ὄχθος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχθος:''' ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὄχθη]], όχθη, [[χείλος]], [[λόφος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· [[γήλοφος]], [[ανάχωμα]], Λατ. [[tumulus]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὄχθος:''' ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὄχθη]], όχθη, [[χείλος]], [[λόφος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· [[γήλοφος]], [[ανάχωμα]], Λατ. [[tumulus]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχθος:''' ὁ<b class="num">1)</b> возвышенность, холм ([[ὑψηλός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> высокий берег Arph.;<br /><b class="num">3)</b> холм, курган (τύμβου Aesch.).
}}
}}