Anonymous

πάνδικος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάνδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[δίκαιος]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] [[απλώς]] = [[πάντως]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πάνδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[δίκαιος]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] [[απλώς]] = [[πάντως]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάνδῐκος:''' совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = [[πανδίκως]].
}}
}}