Anonymous

ὀργανικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργᾰνικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ως [[εργαλείο]] ή [[μηχάνημα]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με μηχανικά μέσα, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀργᾰνικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ως [[εργαλείο]] ή [[μηχάνημα]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με μηχανικά μέσα, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργᾰνικός:''' <b class="num">1)</b> служащий орудием, т. е. инструментальный, органический: τὰ ὀργανικά (μέρη) Arst. органы тела;<br /><b class="num">2)</b> механический, машинный (ὀργανικαὶ καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. механический, бездушный, низменный (αἱ ὀργανικαὶ ἀρεταί, sc. τῶν [[δούλων]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> способный воздействовать (ὁ ὀ. εἰς τὰ πλήθη [[λόγος]] Plat.).
}}
}}