Anonymous

πανόπτης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]]), αυτός που βλέπει τα πάντα, λέγεται για τον ήλιο, σε Αισχύλ.· λέγεται για το βοσκό Άργο, σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]]), αυτός που βλέπει τα πάντα, λέγεται για τον ήλιο, σε Αισχύλ.· λέγεται για το βοσκό Άργο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνόπτης:''' дор. [[πανόπτας|πᾰνόπτᾱς]], ου adj. m всевидящий ([[Ζεύς]], [[Ἄργος]], [[κύκλος]] ἡλίου Aesch.).
}}
}}