Anonymous

παλαιστρικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλαιστρικός]], -ή, -όν (Α) [[παλαίστρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[παλαίστρα]]<br /><b>2.</b> [[παλαιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλαιστρικῶς</i> (Α)<br />με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην [[παλαίστρα]].
|mltxt=[[παλαιστρικός]], -ή, -όν (Α) [[παλαίστρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[παλαίστρα]]<br /><b>2.</b> [[παλαιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλαιστρικῶς</i> (Α)<br />με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην [[παλαίστρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιστρικός:''' <b class="num">1)</b> любящий искусство борьбы, имеющий влечение к борьбе Arst.;<br /><b class="num">2)</b> касающийся борьбы ([[ἐπιστήμη]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Plut. = [[παλαιστικός]].
}}
}}