Anonymous

παραδοχή: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδοχή:''' ἡ ([[παραδέχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποδοχή]] από κάποιον [[άλλο]]· επίσης, αυτό που παρέλαβε [[κάποιος]], [[κληρονομιά]], [[έθιμο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοχή]], [[επιδοκιμασία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραδοχή:''' ἡ ([[παραδέχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποδοχή]] από κάποιον [[άλλο]]· επίσης, αυτό που παρέλαβε [[κάποιος]], [[κληρονομιά]], [[έθιμο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοχή]], [[επιδοκιμασία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδοχή:''' ἡ<b class="num">1)</b> восприятие, усвоение (φαντασίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> принятое (в виде обычая), обычай, установление (παραδοχαὶ πάτριοι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> принятие, допущение, одобрение (π. καὶ [[πίστις]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> грам. принятое выражение, обиходная форма.
}}
}}