Anonymous

πάμπολυς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμπολυς:''' -πόλλη, -πολυ, [[πάρα]] [[πολύς]], [[πολύς]], [[μεγάλος]] στον αριθμό, σε Αριστοφ., Ξεν.· σε πληθ., [[πάρα]] πολλοί, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πάμπολυς:''' -πόλλη, -πολυ, [[πάρα]] [[πολύς]], [[πολύς]], [[μεγάλος]] στον αριθμό, σε Αριστοφ., Ξεν.· σε πληθ., [[πάρα]] πολλοί, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπολυς:''' παμπόλλη, [[πάμπολυ]] (compar. [[παμπλείων]])<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно многочисленный, огромный ([[πλῆθος]] Plat.; [[στράτευμα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> необычайный, чрезвычайный ([[τύχη]] Plat.): π. [[γέλως]] Arph. неудержимый смех;<br /><b class="num">3)</b> разнообразнейший или обильнейший (βοσκήματα Plat.).
}}
}}