Anonymous

παραθλίβω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[θλίβω]] από τα [[πλάγια]] («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]] («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[φράζω]] εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο [[αέρας]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[θλίβω]] από τα [[πλάγια]] («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]] («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[φράζω]] εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο [[αέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραθλίβω:''' (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.).
}}
}}