Anonymous

παρακελευστικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακελευστικός:''' <b class="num">1)</b> побуждающий, призывающий, зовущий ([[λόγος]] π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> грам. (о наречиях или частицах типа [[ἄγε]], [[εἶα]]) побудительный, повелительный.
}}
}}