Anonymous

παραείρω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραείρω:''' συνηρ. -[[αίρω]], [[υψώνω]], [[σηκώνω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>παρ-ηέρθην</i>, [[κρέμομαι]] από το ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παραείρω:''' συνηρ. -[[αίρω]], [[υψώνω]], [[σηκώνω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>παρ-ηέρθην</i>, [[κρέμομαι]] από το ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραείρω:''' приподнимать, pass. склоняться в сторону: παρηέρθη δὲ [[κάρη]] Hom. на бок повисла (отрубленная) голова (Ликона).
}}
}}