Anonymous

παραδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δίνω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]], <i>τί τινι</i>, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παράδοση]] σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· [[παραδίδωμι]] τὴν ἀρετήν, [[διδάσκω]], [[μεταδίδω]] ως [[δάσκαλος]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] ως όμηρο, [[παραδίδω]], [[μεταφέρω]], Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη [[σημασία]] προδοσίας επίσης, [[προδίδω]], σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν [[παραδίδωμι]], [[αφήνω]] κάποιον στην [[τύχη]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραδίδω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>ἑωυτὸν Κροίσῳ</i>, σε Ηρόδ.· <i>τινα εἰς τὸν δῆμον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[παραδίδω]] μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>κῦδός τινι</i>, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., [[προσφέρω]], [[επιτρέπω]], <i>αἵρεσιν</i>, στον ίδ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., <i>ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου</i>, στον ίδ.· απόλ., <i>τοῦ θεοῦ παραδιδόντος</i>, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
|lsmtext='''παραδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δίνω]] ή [[μεταβιβάζω]], [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]], <i>τί τινι</i>, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παράδοση]] σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· [[παραδίδωμι]] τὴν ἀρετήν, [[διδάσκω]], [[μεταδίδω]] ως [[δάσκαλος]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] ως όμηρο, [[παραδίδω]], [[μεταφέρω]], Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη [[σημασία]] προδοσίας επίσης, [[προδίδω]], σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν [[παραδίδωμι]], [[αφήνω]] κάποιον στην [[τύχη]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραδίδω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>ἑωυτὸν Κροίσῳ</i>, σε Ηρόδ.· <i>τινα εἰς τὸν δῆμον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[παραδίδω]] μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>κῦδός τινι</i>, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., [[προσφέρω]], [[επιτρέπω]], <i>αἵρεσιν</i>, στον ίδ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., <i>ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου</i>, στον ίδ.· απόλ., <i>τοῦ θεοῦ παραδιδόντος</i>, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδίδωμι:''' (δῐ)<br /><b class="num">1)</b> передавать (τῷ παιδὶ τὴν [[ἀρχήν]] Her.; τὰ [[πάτρια]] τεύχεα τῷ Λαερτίου Soph.; τὴν πόλιν τοῖς ἐπιγιγνομένοις Isocr.): οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arst. перешедшие по преданию мифы; παραδεδομένα καὶ μυθώδη Dem. предания и сказания;<br /><b class="num">2)</b> выдавать, сдавать ([[ὅπλα]] Xen.; τὴν Σάμον τινί Her.; τι ἐπ᾽ ἀργυρίῳ Plut.): π. ἑωυτόν Her. сдаваться;<br /><b class="num">3)</b> отдавать, предавать (τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.): τύχῃ αὑτόν π. Thuc. отдаваться на волю судьбы; παραδοῦναί τινα τοῖς [[ἕνδεκα]] Lys. предать кого-л. суду Одиннадцати; π. ἡδοναῖς (sc. ἑαυτόν) предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> давать, доставлять (κῦδός τινι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> разрешать, допускать: ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Xen. если позволят боги;<br /><b class="num">6)</b> предоставлять, уступать (τὴν νίκην τινί Her.);<br /><b class="num">7)</b> наносить (πληγὴ σιδήρῳ παραδοθεῖσα Eur.);<br /><b class="num">8)</b> (о плодах) доходить, поспевать ([[ὅταν]] παραδῶ - v. l. παραδοῖ - ὁ [[καρπός]] NT).
}}
}}