Anonymous

παραρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραρρήγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάζω]] από τα πλάγια, [[ιδίως]] [[σπάζω]] την πολεμική [[γραμμή]], σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί [[ρήγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. <i>παρέρρωγα</i>, [[σπάζω]] ή [[διαρρηγνύω]], σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]] παρερρωγυῖα, [[φωνή]] «σπασμένη» (από το [[πάθος]]), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''παραρρήγνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάζω]] από τα πλάγια, [[ιδίως]] [[σπάζω]] την πολεμική [[γραμμή]], σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί [[ρήγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. <i>παρέρρωγα</i>, [[σπάζω]] ή [[διαρρηγνύω]], σε Σοφ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]] παρερρωγυῖα, [[φωνή]] «σπασμένη» (από το [[πάθος]]), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραρρήγνῡμι:''' (fut. παραρρήξω, aor. 2 pass. παρερράγην)<br /><b class="num">1)</b> разрывать, раздирать ([[χιτώνιον]] παραρραγέν Arst.): τοῦ πέπλου παρερρωγός τι Plut. разорванное место на одежде;<br /><b class="num">2)</b> воен. делать прорыв, прорывать, расстраивать: ὑπὸ τῶν Θηβαίων παραρρηγνύντων Thuc. будучи смяты (атакующими) фиванцами;<br /><b class="num">3)</b> перен. взрывать: παραρρηγνύμενος δι᾽ ὀργήν Plut. распаленный гневом, вспыливший;<br /><b class="num">4)</b> (pf. παρέρρωγα) разрываться, лопаться (φλὲψ παρέρρωγεν Soph.): τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς Plut. скалистые ущелья.
}}
}}