Anonymous

παρακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακᾰλύπτω:''' закрывать, скрывать, прятать (τὸ [[ῥῆμα]] παρακεκαλυμμένον [[ἀπό]] τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ [[δεινόν]] Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.
}}
}}