3,277,300
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ. | |lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραχράομαι:''' ион. παραχρέομαι<br /><b class="num">1)</b> пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ [[πρῆγμα]] Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);<br /><b class="num">2)</b> плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> злоупотреблять (τινι Polyb.). | |||
}} | }} |