3,273,006
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Οδ.· μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[ελαφρά]], αψήφιστα για [[κάτι]], [[μὴδή]] μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''παραυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Οδ.· μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[ελαφρά]], αψήφιστα για [[κάτι]], [[μὴδή]] μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραυδάω:''' <b class="num">1)</b> уговаривать, увещевать (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> успокаивать, утешать (π. τινί τι Hom.). | |||
}} | }} |