Anonymous

παρευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εῦρον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλύπτω]], [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ <i>παρευρέθην</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''παρευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εῦρον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλύπτω]], [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ <i>παρευρέθην</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρευρίσκω:''' придумывать, выдумывать, измышлять (αἰτίας Her.).
}}
}}