Anonymous

παρεκχέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεκχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, [[χύνω]] [[βαθμηδόν]] — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, [[υπερχειλίζω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''παρεκχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, [[χύνω]] [[βαθμηδόν]] — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, [[υπερχειλίζω]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκχέω:''' выливать, переливать (ἐκ [[θατέρου]] εἰς [[θάτερον]] Sext.): τὸ [[ῥεῦμα]] παρεκχυθέν Diod. разлившаяся река, наводнение.
}}
}}