Anonymous

παρεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεῖδον:''' αόρ. βʹ του [[παροράω]] χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] εν παρόδω, [[προσέχω]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ.
|lsmtext='''παρεῖδον:''' αόρ. βʹ του [[παροράω]] χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] εν παρόδω, [[προσέχω]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεῖδον:''' aor. 2 к [[παροράω]].
}}
}}