Anonymous

παρασπονδέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ.
|lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασπονδέω:''' <b class="num">1)</b> поступать вопреки договору, нарушать договор (ἀδικεῖν καὶ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> делать жертвой (своего) вероломства (ἐξαπατᾶν καὶ π. τινα Plut.): παρασπονδηθέντες [[ὑπό]] τινος Plut. ставшие жертвой чьего-л. вероломства.
}}
}}