3,277,048
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ. | |lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασπονδέω:''' <b class="num">1)</b> поступать вопреки договору, нарушать договор (ἀδικεῖν καὶ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> делать жертвой (своего) вероломства (ἐξαπατᾶν καὶ π. τινα Plut.): παρασπονδηθέντες [[ὑπό]] τινος Plut. ставшие жертвой чьего-л. вероломства. | |||
}} | }} |