Anonymous

παρεμποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[εμπόδιο]] ή [[προκαλώ]] εμπόδια [[παρακωλύω]] («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεμποδίζομαι</i><br />παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η [[εργασία]]»)
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[εμπόδιο]] ή [[προκαλώ]] εμπόδια [[παρακωλύω]] («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεμποδίζομαι</i><br />παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η [[εργασία]]»)
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμποδίζω:''' стоять или становиться на пути, быть препятствием (τινί Luc.).
}}
}}