Anonymous

πάσχα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάσχα:''' τό, άκλιτο, το Εβραϊκό [[Πάσχα]] (από το pâsach, [[διέρχομαι]], περνώ από μέσα), το πασχαλινό [[δείπνο]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πάσχα:''' τό, άκλιτο, το Εβραϊκό [[Πάσχα]] (από το pâsach, [[διέρχομαι]], περνώ από μέσα), το πασχαλινό [[δείπνο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''πάσχα:''' τό (евр.) indecl. пасха NT.
}}
}}