3,273,446
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάσχα:''' τό, άκλιτο, το Εβραϊκό [[Πάσχα]] (από το pâsach, [[διέρχομαι]], περνώ από μέσα), το πασχαλινό [[δείπνο]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πάσχα:''' τό, άκλιτο, το Εβραϊκό [[Πάσχα]] (από το pâsach, [[διέρχομαι]], περνώ από μέσα), το πασχαλινό [[δείπνο]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάσχα:''' τό (евр.) indecl. пасха NT. | |||
}} | }} |