Anonymous

ὀρειδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρειδρόμος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει πάνω στους λόφους, στα βουνά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀρειδρόμος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει πάνω στους λόφους, στα βουνά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειδρόμος:''' v. l. [[ὀριδρόμος|ὀρῑδρόμος]] 2 бегающий по горам ([[ἔλαφος]] Eur.).
}}
}}