Anonymous

πέδον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέδον:''' -ου, τό ([[πούς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[έδαφος]], γη, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· πέδῳ [[πεσεῖν]], [[πέφτω]] πάνω στο [[έδαφος]], στη γη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>ῥίπτειν πέδῳ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[πεδίον]], σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''πέδον:''' -ου, τό ([[πούς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[έδαφος]], γη, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· πέδῳ [[πεσεῖν]], [[πέφτω]] πάνω στο [[έδαφος]], στη γη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>ῥίπτειν πέδῳ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[πεδίον]], σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πέδον:''' τό (только sing.)<br /><b class="num">1)</b> почва, земля (ῥίπτειν πέδῳ Eur.): χθονὸς τηλουρὸν π. Aesch. отдаленная часть земли;<br /><b class="num">2)</b> равнина: Λοξίου π. Aesch. равнина Аполлона Локсия и Κρισαῖον π. Soph. Крисейская равнина, т. е. равнина Дельф;<br /><b class="num">3)</b> страна, область, край (Εὐρώπης Aesch.; Λήμνου Soph.).
}}
}}