Anonymous

παραναγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραναγιγνώσκω:''' [[έπειτα]] -γῑνώσκω, μέλ. <i>-αναγνώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαβάζω]] δίπλα σε [[αντιπαραβολή]], έτσι ώστε να [[συγκρίνω]] ένα [[έγγραφο]] με ένα [[άλλο]], [[παραναγιγνώσκω]] παρὰ μαρτυρίας [[τὰς]] ῥήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβάζω]] δημοσίως, σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραναγιγνώσκω:''' [[έπειτα]] -γῑνώσκω, μέλ. <i>-αναγνώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαβάζω]] δίπλα σε [[αντιπαραβολή]], έτσι ώστε να [[συγκρίνω]] ένα [[έγγραφο]] με ένα [[άλλο]], [[παραναγιγνώσκω]] παρὰ μαρτυρίας [[τὰς]] ῥήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβάζω]] δημοσίως, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραναγιγνώσκω:''' поздн. παραναγῑνώσκω<br /><b class="num">1)</b> при чтении сравнивать, сопоставлять, считывать, сличать (τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Aeschin.; τὰς ῥήσεις παρὰ μαρτυρίας Dem.);<br /><b class="num">2)</b> публично читать, оглашать (τὰς συνθήκας Polyb.).
}}
}}