Anonymous

παρήϊον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰρήϊον:''' τό (Ιων. αντί [[παρεῖον]], που δεν χρησιμοποιείται),<br /><b class="num">I.</b> [[παρειά]], [[μάγουλο]], [[σαγόνι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρήϊον]], [[κόσμημα]] (στο [[χαλινάρι]]) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. [[παρειά]].
|lsmtext='''πᾰρήϊον:''' τό (Ιων. αντί [[παρεῖον]], που δεν χρησιμοποιείται),<br /><b class="num">I.</b> [[παρειά]], [[μάγουλο]], [[σαγόνι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρήϊον]], [[κόσμημα]] (στο [[χαλινάρι]]) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. [[παρειά]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰρήϊον:''' τό<b class="num">1)</b> щека Hom.;<br /><b class="num">2)</b> (у животных) челюсть, pl. пасть Hom.;<br /><b class="num">3)</b> нащечник (часть упряжи) (π. ἵππων Hom.).
}}
}}