Anonymous

πειθαρχέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθαρχέω:''' тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι [[ἑτοῖμος]] Her.).
}}
}}