Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέκω: Difference between revisions

From LSJ
334 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέκω:''' Επικ. [[πείκω]]· Δωρ. μέλ. [[πεξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἔπεξα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπεξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἐπέχθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ξαίνω]] ή [[ξυστρίζω]] [[μαλλί]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., <i>χαίτας πεξαμένη</i>, χτένισε τα μαλλιά της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κουρεύω]] πρόβατα, σε Ησίοδ., Θεόκρ. — Μέσ., <i>πόκως πέξασθαι</i>, έχουν κόψει το [[μαλλί]], σε Σιμων. παρ' Αριστοφ.
|lsmtext='''πέκω:''' Επικ. [[πείκω]]· Δωρ. μέλ. [[πεξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἔπεξα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπεξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἐπέχθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ξαίνω]] ή [[ξυστρίζω]] [[μαλλί]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., <i>χαίτας πεξαμένη</i>, χτένισε τα μαλλιά της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κουρεύω]] πρόβατα, σε Ησίοδ., Θεόκρ. — Μέσ., <i>πόκως πέξασθαι</i>, έχουν κόψει το [[μαλλί]], σε Σιμων. παρ' Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πέκω:''' (aor. pass. [[ἐπέχθην]])<br /><b class="num">1)</b> чесать, расчесывать (εἴρια Hom.; καλὰς ἐθείρας Anth.): χαίτας πεξαμένη Hom. расчесав свои волосы;<br /><b class="num">2)</b> стричь (τὰν [[οἶν]] Theocr.).
}}
}}