Anonymous

παυσίνοσος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυσίνοσος:''' -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.
|lsmtext='''παυσίνοσος:''' -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''παυσίνοσος:''' (ῐ) прекращающий болезнь ([[ἄκεσις]] Anth.).
}}
}}